Λάσπες

Λάσπες
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 35 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, ΒΑ του Αγρινίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεστιέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάσπες (ιαματικές) — Χώμα σε μορφή λάσπης, με θεραπευτικές ιδιότητες. Σχηματίζονται συνήθως από αργιλώδες έδαφος αναμεμειγμένο με ιαματικό νερό και, μερικές φορές, με οργανικές ουσίες. Οι λ. αυτές μπορεί να είναι φυσικές ή τεχνητές: τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες …   Dictionary of Greek

  • λασπώνω — (Μ λασπώνω) [λάσπη] 1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου») 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω νεοελλ. 1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση 2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)… …   Dictionary of Greek

  • ξελασπώνω — 1. καθαρίζω κάτι από τις λάσπες 2. βγαίνω ή απαλλάσσομαι από τις λάσπες 3. μτφ. α) βγάζω κάποιον από δύσκολη οικονομική κατάσταση β) βγαίνω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν («πλήρωσα τα χρέη μου και ξελάσπωσα») …   Dictionary of Greek

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… …   Deutsch Wikipedia

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεπίπλευση — η (χημ. τεχνολ.) τεχνική επιπλεύσεως που αποσκοπεί στη συμπύκνωση και στον διαχωρισμό τών συστατικών τα οποία περιέχονται σε μεταλλευτικές λάσπες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. electroflottation < electro (πρβλ. ήλεκτρο *)… …   Dictionary of Greek

  • καταβορβορώ — καταβορβορῶ, όω, (Α) λερώνω με λάσπες, καταλασπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορβορῶ (< βόρβορος «βούρκος»)] …   Dictionary of Greek

  • καταλασπώνω — λασπώνω κάποιον εντελώς, τόν γεμίζω λάσπες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”